- χαμαιτύπος
- -ον, Α [χαμαιτύπη]1. το αρσ. ως ουσ. ὁ χαμαιτύποςκοράκι που συλλαμβάνει τη λεία του στο έδαφος2. το θηλ. ως ουσ. ἡ χαμαιτύποςη πόρνη.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χαμαιτύπους — χαμαίτυπος striking its prey near masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαμαιτύπων — χαμαίτυπος striking its prey near masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Prostitución en la Antigua Grecia — Saltar a navegación, búsqueda … Wikipedia Español
χαμαιτυπής — ές, Α (κυρίως μτφ.) (για ύφος) χυδαίος. [ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. τού επιθ. χαμαίτυπος, κατά τα σιγμόληκτα] … Dictionary of Greek